- πανουκλιασμένος
- η , ο1) чумной, поражённый чумой; 2) перен. чумовой, окаянный; всюду сующий свой нос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανουκλιάζω — πανούκλιασα, πανουκλιασμένος, παθαίνω πανούκλα: Μην τον πλησιάζετε, είναι πανουκλιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανουκλιάζω — [πανούκλα] 1. προσβάλλομαι από την ασθένεια πανώλη, παθαίνω πανούκλα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πανουκλιασμένος, η, ο α) (ως κατάρα) αυτός που μακάρι να πάθει πανούκλα β) μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που αναμιγνύεται σε όλα, πολυπράγμων … Dictionary of Greek